επιπλοκή

επιπλοκή
[эпиплоки] ουσ θ осложнение.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επιπλοκή" в других словарях:

  • ἐπιπλοκῇ — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκή — plaiting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… …   Dictionary of Greek

  • επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπλοκαῖς — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκαί — ἐπιπλοκή plaiting together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκῆς — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκήν — ἐπιπλοκή plaiting together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλοκῶν — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»